- φοινικοροδος
- φοινικόροδοςφοινῑκό-ροδος2покрытый пурпурными розами
(λειμῶνες Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λειμῶνες Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φοινικόροδος — ον, Α κόκκινος από τα πολλά κόκκινα τριαντάφυλλα που έχει («φοινικορόδοις ἐν λειμώνεσσι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + ροδος (< ῥόδον)] … Dictionary of Greek
φοινικορόδοις — φοινικόροδος red with roses masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)